- πολυΐδμων
- -ύϊδμον, Α(ποιητ. τ.) αυτός που γνωρίζει πολλά, πολυμαθής («πολυΐδμονες μάγοι», Ορφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἴδμων* «γνώστης» (< οἶδα), πρβλ. επι-ΐδμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυίδμων — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυίδμονος — πολυίδμων gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυίδμοσι — πολυίδμων dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύϊδρις — ὁ, ἡ, και ιων. τ. πολυΐδριος ον, Α 1. πολυΐδμων* 2. πολύ συνετός 3. (κατ επέκτ.) πανούργος («καὶ λέγεται φαρμακεία εἶναι, διὰ τὸ πολύϊδρις εἶναι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἴδρις «γνώστης» (< οἶδα), πρβλ. α ΐδρις] … Dictionary of Greek